- τέκτον'
- τέκτονα , τέκτωνworker in woodmasc acc sgτέκτονι , τέκτωνworker in woodmasc dat sgτέκτονε , τέκτωνworker in woodmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέκτον — τέκτων worker in wood masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Архитектоника — Зримая архитектоника станции метро Ориенте, Лиссабон Архитектоника (от др. греч … Википедия
Тектоника (искусство) — У этого термина существуют и другие значения, см. Тектоника (значения) … Википедия
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek